διάττω — διᾴττω (Α) [αΐσω] διαΐσσω, εκτινάσσομαι, αναπηδώ || αστρον. (και νεοελλ.) «διάττοντες αστέρες» ή ως ουσ. «διάττοντες» (AM διάττοντες) βλ. μετεωρίτες … Dictionary of Greek
διαττῶ — διαττάω sift pres imperat mp 2nd sg διαττάω sift pres subj act 1st sg (attic epic ionic) διαττάω sift pres ind act 1st sg (attic epic ionic) διαττάω sift pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) διαττάω sift pres ind act 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάττω — δίαττος sieve masc nom/voc/acc dual δίαττος sieve masc gen sg (doric aeolic) διάσσω , διάζομαι set the warp in the loom aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) διαίσσω rush pres subj act 1st sg (attic) διαίσσω rush pres ind act 1st sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίαττος — δίαττος, ο (Α) [διαττώ] κόσκινο … Dictionary of Greek
διάσσω — διᾴσσω (Α) βλ. διᾴττω … Dictionary of Greek
διάττησις — διάττησις, η (Α) [διαττώ] κοσκίνισμα … Dictionary of Greek
διαΐσσω — διαΐσσω, αττ. διᾴσσω και διᾴττω (Α) [αΐσσω] ορμώ, τινάσσομαι νεοελλ. (συνήθ. τύπος η μτχ.) διάττων* ή διάττοντες (ενν. αστέρας ή αστέρες) … Dictionary of Greek
εττημένος — ἐττημένος, η, ον (Α) αυτός που έχει κοσκινιστεί, ο κοσκινισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. ττάω (< τFάyω) που απαντά μόνο εν συνθέσει, πρβλ. διαττώ] … Dictionary of Greek
προδιαττώ — άω, Α κοσκινίζω κάτι προηγουμένως («προδιαττῶ πυρόν», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαττῶ «ψιλοκοσκινίζω»] … Dictionary of Greek
συνδιαττώ — άω, Α (κυρίως το παθ.) συνδιαττῶμαι, άομαι διέρχομαι από κόσκινο, κοσκινίζομαι και εγώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαττῶ «κοσκινίζω»] … Dictionary of Greek